ἔπλεε

ἔπλεε
πλέω
sail
imperf ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς …   Dictionary of Greek

  • κάτεργο — Εμπορικό, πολεμικό ή πειρατικό ιστιοφόρο πλοίο. Έπλεε με δύο ή τρεις σειρές από κουπιά. Στην Ελλάδα, το κ. ταυτίστηκε με τη γαλέρα. Αργότερα με τη λέξη κ. χαρακτηρίζονταν τα παροπλισμένα μεγάλα πλοία, τα οποία ήταν αγκυροβολημένα σε ναυστάθμους… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • φιορδ — Κόλπος στενός και βαθύς (στα νορβηγικά, fjord σήμαινε αρχικά φυσικό λιμάνι), ο οποίος εισχωρεί στην ξηρά έως μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και μερικές φορές με πολλές διακλαδώσεις. Χαρακτηρίζει τις ορεινές ακτές της Νορβηγίας και των άλλων χωρών που …   Dictionary of Greek

  • Αγαθαρχίδας — (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός, που διοικούσε τον πελοποννησιακό στόλο κατά το τρίτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου και ηττήθηκε στη Ναύπακτο από τον Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα, το 429 π.Χ. Προβλέποντας τη θαλασσοταραχή, ο Φορμίων άφησε τον …   Dictionary of Greek

  • Βρέννος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχηγός των Σενόνων (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Οι Σενόνοι κατά τον 4o αι. στάθμευσαν στην Ιταλία μεταξύ του Ρουβίκωνα και του Μέταυρου. Το πραγματικό όνομα του Β. δεν είναι γνωστό, γιατί brenn στην κελτική… …   Dictionary of Greek

  • Έλλης, ναυμαχία της- — Η πρώτη σύγκρουση μεταξύ ελληνικού και τουρκικού στόλου κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο (1912 13), με την οποία εξασφαλίστηκε η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και διευκολύνθηκαν οι χερσαίες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ο ελληνικός στόλος, υπό τον… …   Dictionary of Greek

  • Καμπράλ, Πέδρο Αλβάρες — (Pedro Alvares Cabral, 1467 – 1520). Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Το 1500 διορίστηκε επικεφαλής του στόλου που θα έπλεε στην Ινδία, ακολουθώντας την πορεία του Βάσκο ντα Γκάμα. Κοντά στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου, ο στόλος παρέκκλινε από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”